Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
addressing /əˈdres/ = VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπιση των, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζοντας, αντιμετώπιση της

GT GD C H L M O
adopt /əˈdɒpt/ = VERB: υιοθετώ, ενστερίζομαι; USER: εγκρίνει, θεσπίζει, εγκρίνουν, υιοθετήσουν, εκδίδει

GT GD C H L M O
adventure /ədˈven.tʃər/ = NOUN: περιπέτεια; VERB: ριψοκινδυνεύω; USER: περιπέτεια, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure

GT GD C H L M O
advice /ədˈvaɪs/ = NOUN: συμβουλή, πληροφορία; USER: συμβουλή, συμβουλές, προτάσεις, συμβουλών, παρέχει προτάσεις

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
agency /ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο; USER: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
alliance /əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία; USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία

GT GD C H L M O
allowed /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπεται, κατοικίδια, επιτρέπονται, επέτρεψε, επιτραπεί

GT GD C H L M O
among /əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ; USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
arise /əˈraɪz/ = VERB: σηκώνομαι, εγείρομαι; USER: προκύψουν, προκύπτουν, να προκύψουν, ανακύπτουν, προκύψει

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attractive /əˈtræk.tɪv/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, ωραίος; USER: ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά

GT GD C H L M O
auto /ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-; USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο

GT GD C H L M O
background /ˈbæk.ɡraʊnd/ = NOUN: φόντο, βάθος; USER: φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου, πλαίσιο

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
beginning /bɪˈɡɪn.ɪŋ/ = NOUN: αρχή; USER: αρχή, αρχίζουν, ξεκινούν, αρχίζει, έναρξη, έναρξη

GT GD C H L M O
behalf /bɪˈhɑːf/ = NOUN: χάρη, συμφέρο; USER: λογαριασμό, ονόματος, εξ ονόματος, εκ μέρους, μέρους

GT GD C H L M O
beneficiaries /ˌben.ɪˈfɪʃ.ər.i/ = NOUN: δικαιούχος, κληρονόμος, ευεργετούμενος, έχων την επικαρπία; USER: δικαιούχους, δικαιούχοι, δικαιούχων, οι δικαιούχοι, των δικαιούχων

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
boss /bɒs/ = NOUN: αφεντικό, διευθυντής, εξέχων όγκος; VERB: διευθύνω; USER: αφεντικό, το αφεντικό, αφεντικού, αφεντικό του εαυτού, boss, boss

GT GD C H L M O
brought /brɔːt/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: έφερε, έφεραν, άσκησε, ασκήθηκε, φέρει, φέρει

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
career /kəˈrɪər/ = NOUN: καριέρα, σταδιοδρομία, επάγγελμα, τρέξιμο, στάδιο; USER: καριέρα, σταδιοδρομία, σταδιοδρομίας, καριέρας, την καριέρα, την καριέρα

GT GD C H L M O
challenges /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: προκλήσεις, προκλήσεων, τις προκλήσεις, προκλήσεις που, προκλήσεων που

GT GD C H L M O
channel /ˈtʃæn.əl/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: κανάλι, δίαυλος, καναλιού, καναλιών, διαύλου

GT GD C H L M O
chassis /ˈʃæs.i/ = NOUN: σασί, αμάξωμα, σκελετός αυτοκίνητου; USER: σασί, αμάξωμα, πλαίσιο, πλαισίου, δυναμομετρική

GT GD C H L M O
chosen /ˈtʃəʊ.zən/ = ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέγεται, επιλέγονται, επιλέξει, επιλεγεί, επέλεξε

GT GD C H L M O
command /kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία; VERB: προστάζω, διοικώ; USER: εντολή, διοίκηση, εντολών, εντολής, γραμμή

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
connection /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο

GT GD C H L M O
continue /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
countries /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
crucial /ˈkruː.ʃəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, καίριος, αποφασιστικός, σταυροειδής, οξύς, αυστηρός; USER: κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, σημαντικό, κρίσιμη

GT GD C H L M O
cultural /ˈkʌl.tʃər.əl/ = ADJECTIVE: πολιτιστικός, εκπολιτιστικός, μορφωτικός; USER: πολιτιστικός, πολιτιστική, πολιτιστικής, πολιτιστικών, πολιτιστικές

GT GD C H L M O
cultures /ˈkʌl.tʃər/ = NOUN: καλλιέργεια, κουλτούρα, πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση; USER: πολιτισμών, καλλιέργειες, πολιτισμούς, κουλτούρες, πολιτισμοί

GT GD C H L M O
curious /ˈkjʊə.ri.əs/ = ADJECTIVE: περίεργος, παράξενος, αδιάκριτος; USER: περίεργος, περίεργοι, περιέργεια, περίεργο, περίεργη

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
dec /ˈdeb.juː.tɒnt/ = USER: Δεκέμβριος, Δεκέμβριο, Δεκέμβρης, Δεκ, Δεκ.

GT GD C H L M O
delighted /dɪˈlaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ευχαριστημένος; USER: ευχαριστημένος, χαρά, ευτυχής, ευχαριστημένοι, ικανοποιημένος

GT GD C H L M O
department /dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος; USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
deviate /ˈdiː.vi.eɪt/ = ADJECTIVE: παρεκκλίνω, εκτρέπομαι; VERB: εκκλίνω; USER: αποκλίνουν, αποκλίνει, παρεκκλίνουν, παρεκκλίνει, απόκλιση

GT GD C H L M O
devote /dɪˈvəʊt/ = VERB: αφιερώνω, αφοσιώνω; USER: αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσουν, αφιερώσουμε, αφιερώνει

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
direction /daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία; USER: κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά

GT GD C H L M O
dispensed /dəˈspens/ = USER: διανέμεται, διανέμονται, διανεμηθεί, διανομή, χορηγείται,

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
during /ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια; USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια

GT GD C H L M O
eager /ˈiː.ɡər/ = ADJECTIVE: πρόθυμος, ανυπόμονος, διακαής, σφοδρός; USER: πρόθυμος, πρόθυμοι, ανυπομονούν, πρόθυμη, πρόθυμο

GT GD C H L M O
ease /iːz/ = NOUN: ευκολία, ανάπαυση, ησυχία; VERB: ανακουφίζω, ευκολύνω, ελαφρύνω, ησυχάζω; USER: ευκολία, διευκολύνει, την ευκολία, διευκολυνθεί, διευκολύνουν

GT GD C H L M O
electric /ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
emerging /ɪˈmɜː.dʒɪŋ/ = VERB: αναδύομαι, αναφαίνομαι; USER: αναδυόμενες, αναδυόμενων, αναδυόμενη, τις αναδυόμενες, αναδύεται

GT GD C H L M O
emission /ɪˈmɪʃ.ən/ = NOUN: εκπομπή, έκδοση; USER: εκπομπή, εκπομπών, των εκπομπών, εκπομπής, εκπομπές

GT GD C H L M O
engineer /ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός; VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί

GT GD C H L M O
engineering /ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
engineers /ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός; VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικούς, μηχανικοί, οι μηχανικοί, μηχανικών, μηχανικοί της

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enthusiasm /enˈTHo͞ozēˌazəm/ = NOUN: ενθουσιασμός; USER: ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός

GT GD C H L M O
establish /ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω; USER: δημιουργία, θεσπίσει, θέσπιση, καθιερώσει, καθιέρωση

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
fact /fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο; USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός

GT GD C H L M O
family /ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι; USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά

GT GD C H L M O
fascinating /ˈfasəˌnāt/ = ADJECTIVE: μαγευτικός, γοητευτικός; USER: συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικά, συναρπαστικές, το συναρπαστικό

GT GD C H L M O
fields /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς

GT GD C H L M O
filed /faɪl/ = VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά; USER: κατατεθεί, κατατίθενται, κατέθεσε, που κατατέθηκε, κατατέθηκε

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
firstly /ˈfɜːst.li/ = ADVERB: πρώτα, πρώτο; USER: πρώτα, πρώτο, Πρώτον, καταρχάς

GT GD C H L M O
focus /ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία; VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω; USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται

GT GD C H L M O
follow /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
fortunate /ˈfɔː.tʃən.ət/ = ADJECTIVE: τυχερός, καλότυχος; USER: τυχερός, τυχεροί, τύχη, τυχερό, τυχερή

GT GD C H L M O
foundation /faʊnˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση; USER: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
graven /ˈgrāvən/ = ADJECTIVE: χαραγμένος; USER: χαραγμένος, χαραγμένες, γλυπτές, σκαλιστά, χαραγμένη

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
happy /ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος; USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
heard /hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω; USER: ακούσει, άκουσα, ακούγεται, άκουσε, ακουστεί

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hesitate /ˈhez.ɪ.teɪt/ = VERB: διστάζω, αμφιταλαντεύομαι; USER: διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζει

GT GD C H L M O
hey /heɪ/ = INTERJECTION: Γειά!; USER: γειά, hey, Έι, Γεια σου, Ει

GT GD C H L M O
hindsight /ˈhaɪnd.saɪt/ = NOUN: καθυστεριμένη κατανόησις, υστερινή γνώση, πίσω σκοπεύτρο όπλου; USER: εκ των υστέρων, υστέρων, αναδρομικά, ύστερη γνώση, απόστασης

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
increasingly /ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο; USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
innovation /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία

GT GD C H L M O
inside /ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα; ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε

GT GD C H L M O
instagram /ˈɪn.stə.ɡræm/ = USER: instagram, του Instagram, το Instagram,

GT GD C H L M O
interested /ˈɪn.trəs.tɪd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος; USER: ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενα, τα ενδιαφερόμενα, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερομένων, ενδιαφερομένων

GT GD C H L M O
internship /ˈɪn.tɜːn.ʃɪp/ = USER: οικοτροφείο, πρακτικής άσκησης, πρακτικής, πρακτική, άσκησης

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
join /dʒɔɪn/ = NOUN: ένωση; VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν

GT GD C H L M O
joined /join/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: εντάχθηκαν, προσχώρησαν, εντάχθηκε, προσχώρησε, ένωσε

GT GD C H L M O
joining /dʒɔɪn/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: ενώνει, ένταξή, που ενώνει, την ένταξή, συνδέει

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
lastly /ˈlɑːst.li/ = ADVERB: εν τέλει; USER: εν τέλει, Τέλος

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
legitimate /-ˌmāt/ = ADJECTIVE: νόμιμος, θεμιτός; USER: νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμα, νόμιμο

GT GD C H L M O
letter /ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα; VERB: σημειώ με γράμματα; USER: επιστολή, γράμμα, με, με την, έγγραφο

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
luck /lʌk/ = NOUN: τύχη, γούρι; USER: τύχη, τύχης, την τύχη, επιτυχία, καλή τύχη

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makers /ˈmeɪ.kər/ = NOUN: κατασκευαστής, δημιουργός, ποιητής, κάνων; USER: κατασκευαστές, διαμορφωτές, ιθύνοντες, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
master /ˈmɑː.stər/ = NOUN: κύριος, δάσκαλος, άρχοντας, διδάσκαλος, αυθέντης; VERB: κατέχω, υπερνικώ, γίνομαι κάτοχος; USER: κύριος, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, πλοιάρχου

GT GD C H L M O
mba /ˌem.biːˈeɪ/ = USER: MBA, ΜΒΑ, ΖΙΥ

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
meet /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; ADJECTIVE: αρμόδιος; USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί

GT GD C H L M O
meets /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; USER: πληροί, ανταποκρίνεται, ικανοποιεί, συναντά, συνεδριάζει

GT GD C H L M O
mentor /ˈmen.tɔːr/ = NOUN: μέντορας, μέντωρ, σοφός σύμβουλος; USER: μέντορας, μέντορα, σύμβουλο, σύμβουλος, μέντορά

GT GD C H L M O
mission /ˈmɪʃ.ən/ = NOUN: αποστολή, ιεραποστολή, καθήκο; USER: αποστολή, αποστολής, την αποστολή, της αποστολής, Η αποστολή

GT GD C H L M O
mobility /məʊˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: κινητικότητα, ευκινησία; USER: κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motivated /ˈməʊ.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω στην κίνησιν, ενεργώ ως ελατήριο, ωθώ, κινώ; USER: κίνητρα, κίνητρο, αιτιολογημένης, αιτιολογημένη, κίνητρα για

GT GD C H L M O
mr /ˈmɪs.tər/ = USER: mr, Ο κ., κ., Κύριε, του κ., του κ.

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
multi /mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών

GT GD C H L M O
multicultural /ˌməltēˈkəlCH(ə)rəl,ˌməltī-/ = USER: πολυπολιτισμική, πολυπολιτισμικό, πολυπολιτισμικής, πολυπολιτισμικές, πολυπολιτισμικά

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
necessarily /ˈnes.ə.ser.ɪl.i/ = ADVERB: αναγκαίως, κατ' ανάγκη; USER: κατ 'ανάγκη, αναγκαίως, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
nice /naɪs/ = ADJECTIVE: όμορφη, συμπαθητικός, καλός, ωραίος, λεπτός, νόστιμος; NOUN: νίκαια, ακριβολόγος; USER: ωραία, ωραίο, συμπαθητικό

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
official /əˈfɪʃ.əl/ = NOUN: επίσημος ανώτερος υπάλληλος; USER: Επίσημη, υπάλληλος, επίσημες, επίσημο, επίσημα

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
opportunities /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outside /ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω; ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερικό μέρος; USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
packed /pækt/ = VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω; USER: συσκευασμένα, συσκευάζονται, συσκευασμένο, συσκευάζεται, γεμάτη

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
plan /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο

GT GD C H L M O
player /ˈpleɪ.ər/ = NOUN: παίχτης; USER: παίχτης, παίκτης, παίκτη, player, αναπαραγωγής, αναπαραγωγής

GT GD C H L M O
preparing /prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω; USER: προετοιμασία, την προετοιμασία, παρασκευή, προετοιμασία των, προετοιμάζει

GT GD C H L M O
president /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
profession /prəˈfeʃ.ən/ = NOUN: επάγγελμα, επιστήμη; USER: επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, επάγγελμα του

GT GD C H L M O
professionals /prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας; USER: επαγγελματίες, επαγγελματιών, οι επαγγελματίες, τους επαγγελματίες, επαγγελματίες του

GT GD C H L M O
programme /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
programmes /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: προγράμματα, προγραμμάτων, τα προγράμματα, των προγραμμάτων, προγράμματα που

GT GD C H L M O
promoted /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: προωθείται, προωθηθεί, προωθηθούν, προωθούνται, προώθησε

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
question /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
reality /riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης; USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
recruitment /rɪˈkruːt.mənt/ = NOUN: στρατολόγηση, στρατολογία; USER: στρατολόγηση, πρόσληψη, πρόσληψης, προσλήψεων, προσλήψεις

GT GD C H L M O
reference /ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία; USER: αναφορά, παραπομπή, μνεία, αναφοράς, αναφοράς που, αναφοράς που

GT GD C H L M O
remains /rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα; USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν

GT GD C H L M O
respect /rɪˈspekt/ = NOUN: σεβασμός, εκτίμηση, σέβας; VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ; USER: σεβασμός, αφορά, για, σεβασμό, όσον αφορά

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
schools /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολεία, τα σχολεία, σχολείων, σχολές, σχολών, σχολών

GT GD C H L M O
secondary /ˈsek.ən.dri/ = ADJECTIVE: δευτερεύων; USER: δευτερεύων, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
september /sepˈtem.bər/ = NOUN: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης; USER: Σεπτέμβριος, Σεπ., Σεπτέμβρης, Σεπτέμβριο, Σεπ

GT GD C H L M O
serves /sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα; VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετεί, χρησιμεύει, σερβίρει, υπηρετεί, χρησιμεύει για

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
someone /ˈsʌm.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια; USER: κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον

GT GD C H L M O
soon /suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς; USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο

GT GD C H L M O
specialist /ˈspeʃ.əl.ɪst/ = NOUN: ειδικός; USER: ειδικός, ειδικό, εξειδικευμένη, εξειδικευμένων, εξειδικευμένες

GT GD C H L M O
specialized /ˈspeʃ.əl.aɪzd/ = ADJECTIVE: ειδικευμένος; USER: ειδικευμένος, εξειδικευμένες, εξειδικευμένο, εξειδικευμένων, εξειδικευμένη

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
stone /stəʊn/ = NOUN: πέτρα, λίθος, λιθάρι, πυρήν οπώρας; ADJECTIVE: πέτρινος; VERB: λιθοβολώ, ξεκουκιάζω; USER: πέτρα, πέτρινο, πέτρας, πέτρινα, πέτρινη

GT GD C H L M O
students /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος; USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών

GT GD C H L M O
subtitles /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου

GT GD C H L M O
successfully /səkˈses.fəl/ = ADVERB: επιτυχώς; USER: επιτυχώς, επιτυχία, με επιτυχία, επιτυχή, την επιτυχή

GT GD C H L M O
sustainable /səˈstānəbəl/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποστηρικτός; USER: βιώσιμης, αειφόρο, αειφόρου, βιώσιμη, αειφόρος

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
talented /ˈtæl.ən.tɪd/ = ADJECTIVE: ταλαντούχος, έχων ταλάντον; USER: ταλαντούχος, ταλαντούχους, ταλαντούχα, ταλαντούχοι, ταλαντούχο

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
though /ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι; USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
tomorrow /təˈmɒr.əʊ/ = ADVERB: αύριο; USER: αύριο, αύριο το, αυριανή, του αύριο

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
training /ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση; USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
transport /ˈtræn.spɔːt/ = NOUN: μεταφορά, συγκοινωνία, διακίνηση, μεταγωγή, μεταγωγικό, μετακόμιση, ανάταση, έκσταση, παραφορά; VERB: μεταφέρω, μετακομίζω, διαβιβάζω, παραφέρω; USER: μεταφορά, μεταφορές, τη μεταφορά, μεταφέρουν, μεταφέρει

GT GD C H L M O
twitter /ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα; VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι; USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
vehicle /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
wanted /ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος; USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
worked /wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yes /jes/ = INTERJECTION: Ναί!; USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά

GT GD C H L M O
yet /jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις; USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
young /jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός; NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου; USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

GT GD C H L M O
zero /ˈzɪə.rəʊ/ = USER: zero-, zero, μηδέν, μηδενικό; USER: μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού

274 words